- οξυτόκος
- ηγυναίκα ή θηλυκό ζώου που γεννά γρήγορα και εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -τόκος (< τόκος), πρβλ. αρρενο-τόκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξυτοκία — η [οξυτόκος] γρήγορος τοκετός … Dictionary of Greek